βαστακτικός

English (LSJ)

βαστακτική, βαστακτικόν, fit for bearing: Adv. βαστακτικῶς, Glossaria on ἀέρδην, Sch.A.Ag.240.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que soporta, capaz de soportar Eust.243.37.
2 adv. -ῶς en volandas Sch.A.A.234b.

Greek (Liddell-Scott)

βαστακτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς τὸ βαστάζειν. -Ἐπίρρ. –κῶς, πρὸς ἐξήγ. τοῦ ἀέρδην, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Αγ. 240.