βατταριστής

English (LSJ)

βατταριστοῦ, ὁ, stutterer, Hsch.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ tartamudo Hsch.β 338.

German (Pape)

[Seite 439] ὁ, der Stotterer, Hesych.

Greek Monolingual

ο (Α βατταριστής) βατταρίζω
τραυλός, βραδύγλωσσος.