βαύκαλον

English (LSJ)

μαλακιζόμενον, τρυφερόν, καὶ ὡραϊστόν, EM192.20.

Spanish (DGE)

μαλακιζόμενον, τρυφερὸν καὶ ὡραϊστόν EM 192.20G.
• Etimología: Término pop. quizá deriv. inverso de βαυκαλάω q.u.