βδελυκτέος

Greek (Liddell-Scott)

βδελυκτέος: -α, -ον, ὃν πρέπει νὰ βδελύττηταί τις, Μανασσ. Χρον. 558.

Spanish (DGE)

-α, -ον que debe ser rechazado τὸ γ' ἄπληστον Gr.Naz.M.37.861.