βεβάμεν

English (LSJ)

v. βαίνω.

French (Bailly abrégé)

inf. pf.2 épq. de βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

βεβάμεν: ἴδε ἐν λ. βαίνω.

Greek Monotonic

βεβάμεν: [ᾰ], συγκεκ. τύπος αντί βεβήκαμεν, αʹ πληθ. παρακ. του βαίνω· ομοίως, βεβάναι αντί βεβηκέναι, βεβαώς αντί βεβηκώς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεβάμεν ep. inf. perf. van βαίνω.