βεβαιότροπος

English (LSJ)

βεβαιότροπον, firm, resolute, Dam.Isid.16.

Spanish (DGE)

-ον resuelto, firme Dam.Isid.16.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιότροπος: -ον, στερεός, ἀποφασιστικός, Δαμασκ. παρὰ Φωτ. σ. 336.