Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(AM βεβηλῶ, -όω) βέβηλοςκαθιστώ κάτι βέβηλο, μιαίνω, δεν σέβομαι την ιερότητά τουαρχ.-μσν.καταλύω, αθετώ («βεβηλοῦντα τὸ Σάββατον»).