βεβλήαται

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de βάλλω.

English (Autenrieth)

see βάλλω.

Greek Monotonic

βεβλήαται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

βεβλήαται: эп. (= βέβληνται) 3 л. pl. pf. pass. к βάλλω.