βελοθήκη

English (LSJ)

ἡ, quiver, Lib.Decl.30.9.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 carcaj Al.Ps.10.2, Lib.Descr.30.9.
2 vaina Hsch.s.u. ξιφοθήκη.
3 fig. de la Encarnación, Eus.Is.49.2, β. τῆς ἀληθείας Nil.M.79.144C.

German (Pape)

[Seite 441] ἡ, Pfeilbehälter, Sp., wie Liban.

Greek (Liddell-Scott)

βελοθήκη: ἡ, φαρέτρα, Λιβάν. 4.1070.

Greek Monolingual

η (AM βελοθήκη)
θήκη για βέλη, φαρέτρα.