βελονογλωσσικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
ανατ. φρ. «βελονογλωσσικός μυς» — ένας από τους μύες της γλώσσας που εκφύεται από τη βελονοειδή απόφυση του κροταφικού οστού.
-ή, -ό
ανατ. φρ. «βελονογλωσσικός μυς» — ένας από τους μύες της γλώσσας που εκφύεται από τη βελονοειδή απόφυση του κροταφικού οστού.