βελονοειδής

English (LSJ)

βελονοειδές, needle-shaped, σχήματα Thphr. Sens.77; β. ἔκφυσις styloid process of the temporal bone, Gal.UP7.19, al.

Spanish (DGE)

-ές
1 de forma de aguja σχήματα de los átomos que producen el color azul, Thphr.Sens.77 (= Democr.A 135).
2 anat. ἐκφύσεις βελονοειδεῖς las apófisis estiloides en el hueso temporal, Gal.3.592, 852, 18(2).957, 959
como subst. αἱ βελονοειδῆς los músculos estiloides Gal.18(2).958.

German (Pape)

[Seite 441] ές, nadelförmig, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

βελονοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα τῆς βελόνης, αἰχμηρός, Γαλην.

Greek Monolingual

-ές
όρος που αναφέρεται στα στενά και σκληρά φύλλα που μοιάζουν με βελόνα όπως είναι π.χ. τα φύλλα του πεύκου.