βιοτέχνης

Greek Monolingual

ο
αυτός που ασκεί βιοτεχνικό επάγγελμα, που ζει από τη βιοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -τέχνης < τέχνη. Η λ. μαρτυρείται στον Γεώργιο Βιζυηνό].