βλίκανος

English (LSJ)

ὁ, = βάτραχος, Hsch., EM 201.42; — also βλίχας, Hsch.; βλίκαρος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

βλίκανος: ὁ, = βάτραχος, Ἡσύχ., Χοιροβοσκ.