βλίμη

English (LSJ)

προπηλακισμός, ὕβρις, Hsch., EM201.40. βλινόν· δαλόν, Hsch. βλίξ· συνεχῶς, Id. βλίσσω, v. βλίττω.

Spanish (DGE)

προπηλακισμός. ὕβρις Hsch., cf. EM 201.40G.