βλασφημητέος
Greek (Liddell-Scott)
βλασφημητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ κακολογήσῃ ἢ κατηγορήσῃ τις, Κλήμ. Ἀλ. 343.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser injuriado οὔτ' οὖν βλασφημητέος ὁ εὐποιητικός Clem.Al.Strom.1.10.46.
βλασφημητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ κακολογήσῃ ἢ κατηγορήσῃ τις, Κλήμ. Ἀλ. 343.
-α, -ον
que debe ser injuriado οὔτ' οὖν βλασφημητέος ὁ εὐποιητικός Clem.Al.Strom.1.10.46.