βλησκούνι

Greek Monolingual

το (Μ βλησκούνιν)
το βληχώνι, το φλησκούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βλησκούνι < μσν. βλησκούνιν < μτγν. βληχώνι(ον), υποκορ. του βλήχων.