ο (Μ βογιάρος)χαρακτηριστικός παλαιός τίτλος των μελών της αριστοκρατικής τάξης των σλαβικών λαών.[ΕΤΥΜΟΛ. < (ρωσ.) boiar«o άρχοντας, ο ανώτερος κοινωνικά»].