βογιάρος

Greek Monolingual

ο (Μ βογιάρος)
χαρακτηριστικός παλαιός τίτλος των μελών της αριστοκρατικής τάξης των σλαβικών λαών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ρωσ.) boiar«o άρχοντας, ο ανώτερος κοινωνικά»].