βοηδρομία

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, das, zu Hülfe Eilen, Maxim. 381.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): dór. βοαι- Mnasalc. en PKöln 204.6
auxilio, socorro ἀνέρι, τῷ στρατιαί τε βοηδρομίαι τε μέλονται Max.381, cf. Mnasalc.l.c.