βοητός

English (LSJ)

βοητή, βοητόν, shouted or sung aloud, θρήνοισι βοητὸν ὑμήναον Epigr.Gr.418.7 (Cyrene).

Spanish (DGE)

-όν
1 cantado en voz alta β. ὑμήναος GVI 1522.7 (Cirene II d.C.).
2 que grita οἱ ... μαινόμενοι Hp.Morb.Sacr.15 (var., cf. βοητής).

Greek (Liddell-Scott)

βοητός: -ή, -όν, (βοάω) ὁ μεγαλοφώνως ᾀδόμενος, θρήνοισι βοητὸν ὑμήναον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 418. 7.