βοοζύγιον

English (LSJ)

[ῠ], τό, ox-yoke, LXX Si.26.7.

Spanish (DGE)

-ου, τό yunta de bueyes LXX Si.26.7.

German (Pape)

[Seite 453] τό, = βουζύγιον.

Greek (Liddell-Scott)

βοοζύγιον: τό, ζυγὸς βοῶν, Ἑβδ. (Σιράχ, κϚ΄, 7).

Greek Monolingual

βοοζύγιον, το (Α)
ο ζυγός των βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + ζυγόν ή ζυγός.