βοοσφαγία
English (LSJ)
Ion. βοοσφαγίη, ἡ, slaughter of oxen, APl.4.101.
German (Pape)
[Seite 453] ἡ, das Rinderschlachten, Ep. ad. 287 (Plan. 101).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
égorgement de bœufs.
Étymologie: βοῦς, σφάζω.
Greek (Liddell-Scott)
βοοσφᾰγία: ἡ, σφαγὴ βοῶν, Ἀνθ. Πλαν. 101· πρβλ. βουσφαγέω.
Greek Monolingual
βοοσφαγία, η (Α)
σφαγή βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -σφαγία < -σφαγος < σφάζω.