βορειοδυτικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ βορρά και δύσης
2. εκείνος που είναι στραμμένος ή που προέρχεται από σημείο μεταξύ βορρά και δύσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κων. Κούμα].