βορότης

German (Pape)

[Seite 454] ητος, ἡ, Gefräßigkeit, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

βορότης: -ητος, ἡ, ἀδηφαγία, πολυφαγία, Εὐστ. Πονημ. 91. 26.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ hambre, apetito Eust.579.10.

Greek Monolingual

βορότης, η (Μ) βορός
αδηφαγία, πολυφαγία.