βοσπόρειος

English (LSJ)

ον, v. βόσπορος.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM βοσπόρειος και βοσπόριος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βόσπορο ή προέρχεται απ' αυτόν.