βοστρύχωμα
German (Pape)
[Seite 454] τό, das Gelockte, Geringelte, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
βοστρύχωμα: -ατος, τό, πλόκαμος τριχῶν, βόστρυχος, Εὐμάθ. 2. 2.
Greek Monolingual
βοστρύχωμα, το (Μ) βοστρυχούμαι
μαλλιά με μπούκλες.
[Seite 454] τό, das Gelockte, Geringelte, Eust.
βοστρύχωμα: -ατος, τό, πλόκαμος τριχῶν, βόστρυχος, Εὐμάθ. 2. 2.
βοστρύχωμα, το (Μ) βοστρυχούμαι
μαλλιά με μπούκλες.