βοτρυηρός

English (LSJ)

ά, όν, of the grape kind, Thphr. HP 1.11.5.

Spanish (DGE)

-ά, -όν arracimado de frutos, Thphr.HP 1.11.5.

German (Pape)

[Seite 455] traubig, traubenartig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρυηρός: -ά, -όν, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν σταφυλῶν, σταφυλοειδής, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 11, 5.

Greek Monolingual

βοτρυηρός, -ά, -όν (Α) βότρυς
ο βοτρυοειδής.