βουλητέος

English (LSJ)

α, ον,
A to be wished for, τὸ β. Arist. MM1208b38.
2 βουλητέον, one must wish for, Id.Rh.Al.1420b23.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que ha de ser objeto de deseo τὸ β. Arist.MM 1208b38.

Greek (Liddell-Scott)

βουλητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ θελήσῃ ἢ ἐπιθυμήσῃ, Ἀριστ. Ἠθ. Μ. 2. 11, 7. 2) βουλητέον, πρέπει τις νὰ θελήσῃ ἢ ἐπιθυμήσῃ, ὁ αὐτ. Ρητ. π. Ἀλ. 1.