βουλιμώττω

English (LSJ)

βουλιμιάω, Suid.

German (Pape)

[Seite 458] = βουλιμιάω, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

βουλῑμώττω: μεταγεν. Τύπος ἀντὶ βουλιμιάω, Σουΐδ.