βούφορτος

English (LSJ)

βούφορτον, = πολύφορτος, AP6.222 (Theodorid.).

Spanish (DGE)

-ον
cargado como un buey de marineros que ofrendan los restos de un monstruo marino AP 6.222 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 460] viel Lasten tragend, Theodorid. 1 (VI, 222).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούφορτος -ον βοῦς, φέρω runderen vervoerend.

Russian (Dvoretsky)

βούφορτος: несущий тяжелые грузы (εἰκόσοροι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βούφορτος: -ον, (ἴδε βου-) = πολύφορτος, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 222.

Greek Monolingual

βούφορτος, -ον (Α)
πολύφορτος, βαρυφορτωμένος.

Greek Monotonic

βούφορτος: -ον (βου-, φόρτος), = πολύφορτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

= πολύφορτος, Anth.] βου-, φόρτος