βραδύνοια

English (LSJ)

ἡ, slowness of understanding, D.L.7.93.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ lentitud de comprensión D.L.7.93.

German (Pape)

[Seite 461] ἡ, Stumpfsinn, Gegensatz von ἀγχίνοια, D. L. 7, 93.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰδύνοια:несообразительность, туповатость Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδύνοια: ἡ, βραδύτης νοήσεως, Διογ. Λ. 7. 93.

Greek Monolingual

η (Α βραδύνοια) βραδύνους
διανοητική καθυστέρηση, δυσκολία στην κατανόηση ή εκμάθηση.