βραχιόνιον

English (LSJ)

τό, = βραχιονιστήρ (armlet), Roussel Cultes Égyptiens 235 (Delos, ii BC), Poll. 5.99.

Spanish (DGE)

-ου, τό brazal, ID 1442A.77 (II a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

βραχῑόνιον: τό, =βραχιονιστήρ, Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 127.