βραχυέπεια

English (LSJ)

ἡ, laconic style, dub.l.in Rutil.2.8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ ret. braquilogía Rutil.2.8 (ap. crít.).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠέπεια: ἡ βραχυλογία, Ρ. Λούπερκ. 2, 8.