βραχυπαραλήκτως

English (LSJ)

Adv. with short penult, with a short penultimate syllable, Sch.Ar.Pl.253.

German (Pape)

[Seite 462] mit kurzer vorletzter Sylbe, Gramm.

Spanish

con la penúltima sílaba breve

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠπαραλήκτως: ἐπίρρ., μὲ τὴν παραλήγουσαν βραχεῖαν, Δράκων 33, Schäf. Γρηγ. Κορ. σ. 121.

Greek Monolingual

βραχυπαραλήκτως (Μ)
επίρρ. με βραχεία παραλήγουσα.