βρωματώδης

German (Pape)

[Seite 467] ες, = βρωμώδης, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

βρωματώδης: -ες, = βρωμώδης, Ξενοκρ. 20.

Spanish (DGE)

-ες
de olor fuerte, apestoso de alimentos, Aët.9.30 (p.342).