βρόταχος

English (LSJ)

ὁ, Ion. for βάτραχος (q.v.), Xenoph.40.

Spanish (DGE)

v. βάτραχος.

Greek (Liddell-Scott)

βρότᾰχος: ὁ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ βάτραχος, ὃ ἴδε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρόταχος zie βάτραχος.