βρύχομαι

English (LSJ)

v. βρυχάομαι.

Russian (Dvoretsky)

βρύχομαι: (ῡ) Luc. = βρυχάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρύχομαι [~ βρυχάομαι brullen.