βρῆγμα

English (LSJ)

-ατος, τό, and βρήσσω, variants for βῆγμα, βήσσω, Gal.19.89, Hp. ap. AB223, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
expectoración Hp. en Gal.19.89, Hsch., AB 223.22, pero cf. βῆγμα.
• Etimología: v. 1 βρήσσω.