βυριόθεν
English (LSJ)
v. βαυριόθεν (from the house), Hsch.
Spanish (DGE)
βαυριόθεν
• Alolema(s): βυριόθεν Hsch.
desde la morada ἠγερέθοντο β. ... Γοργοφόνου νέποδες Cleo Sic.SHell.340, cf. Hsch.l.c.
v. βαυριόθεν (from the house), Hsch.
βαυριόθεν
• Alolema(s): βυριόθεν Hsch.
desde la morada ἠγερέθοντο β. ... Γοργοφόνου νέποδες Cleo Sic.SHell.340, cf. Hsch.l.c.