βωληδόν

English (LSJ)

Adv. clod-like, Dsc.5.106.

Spanish (DGE)

adv. por terrones ἡ σχιστή ... οὐ πεπιεσμένη β. ἢ σχιδακηνόν Dsc.5.106.

German (Pape)

[Seite 468] schollenartig.

Greek (Liddell-Scott)

βωληδόν: ἐπίρρ., ἐν εἴδει βώλου, Διοσκ. 5. 123.