βωλητῖνος

English (LSJ)

ἄρτος, v. βωλήτης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ (sc. ἄρτος) pan que tiene forma de seta Ath.113c.

German (Pape)

[Seite 468] ἄρτος πλάττεται ὡς βωλήτης, Ath. III, 113 d.