βωτάζειν

English (LSJ)

βάλλειν, Hsch. βωτῆρες, gloss on βώτορες, Id.

Spanish (DGE)

βάλλειν Hsch.
• Etimología: v. οὐτάω ὠτειλή.

Frisk Etymological English

See also: S. γατάλαι, οὑτάω, and ὠτειλή.

Frisk Etymology German

βωτάζειν: {bōtázein}
Meaning: βάλλειν H.
See also: S. γατάλαι und οὐτάω.
Page 1,280