βάλλειν, Hsch. βωτῆρες, gloss on βώτορες, Id.
βάλλειν Hsch.• Etimología: v. οὐτάω ὠτειλή.
See also: S. γατάλαι, οὑτάω, and ὠτειλή.
βωτάζειν: {bōtázein}Meaning: βάλλειν H.See also: S. γατάλαι und οὐτάω.Page 1,280