Aeol., = βούλομαι, Sapph.Supp.5.17, Theoc.28.15.
[Seite 452] äol. = βούλομαι; ἐβολλόμαν Theocr. 28, 15.
poét. c. βούλομαι.
βόλλομαι: эол. Theocr. = βούλομαι.
βόλλομαι Aeol. voor βούλομαι.