βόλλομαι

English (LSJ)

Aeol., = βούλομαι, Sapph.Supp.5.17, Theoc.28.15.

German (Pape)

[Seite 452] äol. = βούλομαι; ἐβολλόμαν Theocr. 28, 15.

French (Bailly abrégé)

poét. c. βούλομαι.

Russian (Dvoretsky)

βόλλομαι: эол. Theocr. = βούλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βόλλομαι Aeol. voor βούλομαι.