βώλομαι

English (LSJ)

Cret. for βούλομαι, GDI5042.16 (iii B. C.).

Spanish (DGE)

v. βούλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

βώλομαι: Δωρ. ἀντὶ βούλ-, Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 49.