2ᵉ sg. impér. ao.2 de βαίνω.
βῆθι: βῆναι, προστ. αόρ. βʹ και απαρ. του βαίνω.
βῆθι: дор. βᾶθι imper. aor. 2 к βαίνω.
βῆθι imperat. stamaor. 2 sing. van βαίνω.