γέγαα

French (Bailly abrégé)

1ᵉ sg. pf. poét. de γίγνομαι.

English (Autenrieth)

see γίγνομαι.

Greek Monotonic

γέγᾰα: Επικ. αντί γέγονα, παρακ. του γίγνομαι· πληθ. γέγᾰμεν, γεγάᾱτε, γεγάᾱσι· μτχ. γεγᾰώς.

Russian (Dvoretsky)

γέγᾰα: эп.-поэт. pf. к γίγνομαι.

German (Pape)

s. unter γίγνομαι.