γένεο: ион. Hes. 2 л. sing. aor. 2 к γίγνομαι.
γένεο: Ἐπ. ἀντὶ ἐγένου.
γένεο: Επικ. αντί ἐγένου, βʹ ενικ. αορ. βʹ του γίγνομαι.
γένεο ep. indic. aor. med. 2 sing., zie γίγνομαι.