γένεο

Russian (Dvoretsky)

γένεο: ион. Hes. 2 л. sing. aor. 2 к γίγνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

γένεο: Ἐπ. ἀντὶ ἐγένου.

Greek Monotonic

γένεο: Επικ. αντί ἐγένου, βʹ ενικ. αορ. βʹ του γίγνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γένεο ep. indic. aor. med. 2 sing., zie γίγνομαι.