γαβαλάν

English (LSJ)

ἐγκέφαλον ἢ κεφαλή, Id. γάβενα· ὀξυβάφια ἤτοι τρύβλια, Id. γαβεργόρ (= γαϝεργός), labourer (Lacon.), Id.

Spanish (DGE)

ἐγκέφαλον ἢ κεφαλήν Hsch.; cf. κεφαλή.