γαλέρα

Greek Monolingual

η
ταχύ πολεμικό ή πειρατικό σκάφος που κινούνταν κυρίως με κουπιά και χρησιμοποιήθηκε κατά τον μεσαίωνα και τους πρώτους αιώνες της νεώτερης εποχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galera < λατ. galea < ελλ. γαλέη «είδος ψαριού»].