γαλεώδης

English (LSJ)

v. γαλεοειδής.

Spanish (DGE)

v. γαλεοειδής.

German (Pape)

[Seite 471] ες, dem γαλεός ähnl., Arist. H. A. 2, 13. 5, 5.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλεώδης: акуловый, относящийся к семейству акул Arst.

Greek (Liddell-Scott)

γαλεώδης: -ες, =γαλεοειδής, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ες (Α γαλεώδης, -ες) γαλεός
ο γαλεοειδής.