γαλεώνυμος

English (LSJ)

ὁ, = γαλεός 1, Philotim. ap. Gal.6.726.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): γαλιών- Aët.2.253, 255
ict. lija Phylotim.15, Orib.Syn.4.17.7, Aët.ll.cc.

Greek (Liddell-Scott)

γαλεώνυμος: ὁ, =γαλεός Ι., Γαλ. 6. 395, Πλίν. 32. 2.